ἀντιδότου

ἀντιδότου
ἀντίδοτος
given in lieu of
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀντιδότου — Ἀντίδοτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • ευπατόριον — το (ΑΜ εὐπατόριο( ν) [Ευπάτωρ] νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη μσν. αρχ. βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη… …   Dictionary of Greek

  • προγνωστικός — ή, ό / προγνωστικός, ή, όν, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό α) η ιδιότητα ή η… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόχορος — ὁ, Α 1. ως κύριο όν. Πρωτόχορος (ως τίτλος έργου τού Αλέξιδος και τού Αντιδότου) ο πρώτος χορός 2. ο αρχηγός τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χορός] …   Dictionary of Greek

  • σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου …   Dictionary of Greek

  • σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • χάρμης — ὁ, και χάρμη, ἡ, Α ονομασία ενός αντιδότου το οποίο πουλούσε κάποιος Χάρμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”